Skip to main content

Για μια ακόμα χρονιά οι καλικάντζαροι (καλιβρούσηδες) αναστάτωσαν τον Όρμο Κορθίου Άνδρου στο πέρασμά τους.

Με σφυρίχτρες, τσαμπούνες, δάδες και τη συνοδεία του συγκροτήματος κρουστών Cocobloco, διέσχισαν τα σοκάκια της περιοχής, πέρασαν από τον πεζόδρομο και κατέληξαν στην πλατεία, όπου χόρεψαν γύρω από τη φωτιά και τραγούδησαν το παρακάτω τραγούδι:

Χίλιοι τρεις καλικαντζάροι
ξεσαλώσαν μια βραδιά
ήπιαν τέσσερα ποτάμια
με ανέρωτα πιοτά.

Το χωριό να λαγαρίσουν
απ’ αγάπη κι ενοχές
πριν της Άνδρου τα θεμέλια
ροκανίσουν με φωτιές.

Μες στο μέλι κολυμπήσαν
στων κυράδων τις ποδιές
ώσπου γλύκανε η θωριά τους
στρογγυλέψαν οι κοιλιές.

Σαν γεμίσαν το κεφάλι
και φωνάξαν τα τουμπιά
το ροκάνισμα της ζήσης
γι’ άλλη ξέμεινε χρονιά.

Έπειτα εμφανίστηκε ο παπάς με την αγιαστούρα του και τους έτρεψε σε φυγή.

Στην πλατεία, ο Σύλλογος Γυναικών Κορθίου προσέφερε ρακόμελο στους παρευρισκομένους. Την οργάνωση είχαν η ΚΟΙΝΣΕΠ, οι Σύλλογοι και οι φορείς της περιοχής  με την υποστήριξη του Δήμου Άνδρου.

 

Το έθιμο των καλικάντζαρων είναι ένας μύθος που έρχεται από πάρα πολύ παλιά. Ο λαός τούς φαντάζεται με διάφορες μορφές, ανάλογα με την περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κακομούτσουνοι και σιχαμένοι, καθένας τους έχει κι από ένα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους. Είναι γνωστοί και ως «Καλιβρούσηδες»

Η τροφή τους είναι κυρίως ακάθαρτη, όσο είναι μέσα στη γη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου, το αντίθετο μάλλον.
Είναι πολύ ευκίνητοι, ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια και κάνοντας μεγάλη φασαρία. Ό,τι βρουν απλωμένο το ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.

Εκτός του Δωδεκαήμερου, τον υπόλοιπο χρόνο, μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη. Βγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει!

Οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών φωνάζοντας σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»

Πραγματική Ανδριώτικη ιστορία:

Ήταν κάποτε μια οικογένεια σε ένα χωριό της Άνδρου, που είχε δυο ζωηρά παιδιά, τα οποία αγαπούσαν πολύ τα γλυκά και ιδίως τα σύκα! Τα λιγοστά γλυκά στο σπίτι ακόμα και την περίοδο των εορτών προορίζονταν περισσότερο για τους ξένους. Αυτά ήταν κυρίως οι παστελαριές (σύκα ψημένα στο φούρνο), τα φοινίκια (μελομακάρονα), οι κουραμπιέδες και τα διάφορα του κουταλιού. Για να αποτρέψει τα παιδιά να τρώνε τα σύκα που διατηρούσαν σε ένα μεγάλο σκεπασμένο βαρέλι, ο πατέρας τους είπε ότι μέσα κρύβεται ένας καλικάντζαρος! Για να γίνει πιο πειστικός, μιας και ήταν κυνηγός, έβαλε ένα ταψί πάνω από τα σύκα, που είχε μέσα, μια ξερή προβιά λαγού.

Τα μικρά κάποια στιγμή πήγαν να πάρουν σύκα, αλλά δεν έφταναν να δουν μέσα. Έτσι λοιπόν έβαλαν το χέρι τους έπιασαν τη γούνα, και φοβήθηκαν ότι ήταν μέσα ο καλικάντζαρος και δεν το ξαναπροσπάθησαν.

 Έτσι τη γλίτωσαν τα σύκα!

Και του χρόνου…

One Comment

  • Ο/Η ΜΟΣΧΟΥΛΑ(ΓΛΥΝΟΥ)ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ λέει:

    ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΗΓΟΡΟ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ..Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΘΕΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΤΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΔΕΣΜΟΥΣ ΜΕ ΑΥΤΕΣ.

Leave a Reply